επισυναινώ

επισυναινώ
ἐπισυναινῶ, -έω (Α)
συγκατατίθεμαι, επιδοκιμάζω («τοῑς ὅρκοις ἐπισυναινέσαντος τοῡ πλήθους», Ιώσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”